ληθηκέα

ληθηκέα
ληθ-ηκέα· εἰς λήθην ἄγοντα φάρμακα, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ληθηκέα — ληθηκέα, τά (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἰς λήθην ἄγοντα φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. *ληθηκής < λήθη + ηκής (< ἄκος [τὸ] «φάρμακο»), πρβλ. αν ηκής, ευ ηκής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”